Ο Νίκος Μίνγκος (Nicholas Mingos – Τσιλιμινγκός), ένας ιδιαίτερα αγαπητός συμπάροικος, απεβίωσε τη Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου, τρεις ημέρες μετά την ονομαστική του εορτή και λίγες μόνο εβδομάδες πριν γιορτάσει τα 101α του γενέθλια.

Είχε γεννηθεί το 1924 στο χωριό Κοντιάς της Λήμνου.

Είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα στις αρχές του χρόνου φέτος καθώς στις 16 Ιανουαρίου συμπλήρωσε έναν αιώνα ζωής, 100 χρόνια γεμάτα αγάπη και κέφι.

Τότε μας μίλησε για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες γονείς του, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, αλλά και τα ανέμελα παιδικά χρόνια στο νησί.

Ο Νίκος Μίνγκος με τα παιδιά και τα εγγόνια του, στα 100ά γενέθλιά του. Από αριστερά διακρίνονται οι γιοι του, Κώστας (πίσω του η σύζυγός του Ντίνα) και Γιάννης, οι εγγονές του Ασημούλα (Jasmin, πίσω) και Αλεξία (εμπρός) και οι δύο εγγονοί του, Νίκος και Νίκος. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Τη διασκέδαση στα ρεμπετάδικα της Αθήνας, την πολυαγαπημένη σύζυγό του για 70+ χρόνια Ασημένια, τη μετανάστευση στην Αυστραλία και τη σημασία της οικογένειας, με το πολύ γερό DNA:

Ο Νίκος ήταν ο μεγάλος αδελφός. Ο δεύτερος στη σειρά, Βασίλης είναι γεννημένος το 1927, ο τρίτος, ο Παναγιώτης το 1931, ο τέταρτος, ο Δημήτρης, το 1938 και ο «Βενιαμίν», ο Χρήστος το 1942.

Ο πατέρας τους, ο Μικρασιάτης (Ρεϊζντεριανός) Γιάννης, πέθανε στα 106 χρόνια του (σύμφωνα με τα «χαρτιά») μεγαλύτερος ακόμα (108) σύμφωνα με τις μνήμες των παιδιών του.

Ο Νίκος Τσιλιμινγκός (Μίνγκος, όπως ήταν πιο γνωστός στην παροικία) διατήρησε σε όλη του τη ζωή την ίδια νεανική ψυχή, όπως τότε δεκαετίες πριν στο νησί του τη Λήμνο, διασκέδαζε στον Κοντιά ως νέος, ερωτοχτυπημένος, περιπετειώδης, αλλά και προκομμένος επαγγελματίας αργότερα.

Τα τέσσερα από τα πέντε αδέρφια μαζί -ο 5ος, ο Δημήτρης ζει στην Ελλάδα- την ημέρα των γενεθλίων του αείμνηστου Νίκου. Δίπλα του ο Χρήστος (αριστερά στη φωτογραφία) και ο Παναγιώτης, ενώ πιο δεξιά διακρίνεται ο Βασίλης. Φώτο: «Νέος Κόσμος»

Γνωστός σε όλη την πιάτσα στον τόπο του, αλλά μέχρι και στην Αθήνα όπου είχε ανοίξει δουλειές.

Μία ψυχή ανέμελη που τη σημάδεψε ωστόσο παντοτινά η εμπειρία του Εμφυλίου, στον οποίο πολέμησε -συχνά στην πρώτη γραμμή- από το 1947 έως το 1949.

Γλίτωσε τον θάνατο παρά… μία καραβάνα -όπου χτύπησε η σφαίρα αντί στο σώμα του- ενώ σύμφωνα με τον ίδιο τον προστάτευσε και το σταυρουδάκι που είχε πάντα επάνω του, το οποίο τίμησε, όπως αφηγείται, και αυτό φαίνεται πως έκανε το θαύμα του.

Έπειτα από τα «μαύρα» αυτά χρόνια του Εμφυλίου, αν και είχε δημιουργήσει μία καλή ζωή στη Λήμνο, για χάρη της… ηλεκτρικής σκούπας αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία.

Δε σταμάτησε ποτέ να εργάζεται σκληρά. Ακόμα και αφού βγήκε στη σύνταξη. Κυνήγησε την τύχη του, και αυτή -καθώς ως γνωστόν συχνά βοηθά τους τολμηρούς- του χαμογέλασε. Όχι μόνο μία φορά μάλιστα.

Το μεγαλύτερο «λαχείο» όμως το είχε ήδη κερδίσει από καιρό. Την καρδιά της πολυτιμότερης «συμμάχου» στη ζωή του, της συζύγου του για 70 και πλέον χρόνια, Ασημένιας (Ασημίνα, το γένος Βουλγαράκη), την οποία έχασε τον Μάιο του 2023.

Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Κώστα και τέσσερα εγγόνια (Νίκος, Ασημούλα -Jasmin- και Νίκος, Αλεξία).

Όταν πέρυσι, στο σπίτι του στο Bentleigh East της Μελβούρνης, ήρθε η ώρα να σβήσει τα κεράκια, ο κύριος Νίκος ήταν περιχαρής, καθώς περιστοιχιζόταν από μέλη της οικογένειάς του και φίλους.

«Κοίτα ολόκληρο ‘100’. Ποιος θα το πίστευε…», είπε και ευχαρίστησε τα παιδιά του, τον Κώστα και τον Γιάννη, τα εγγόνια του, «που με κρατήσαν μέχρι τώρα στα 100 μου χρόνια!».

Η φωνή του «έσπαγε» από συγκίνηση.

«Όλα τα αδέρφια και τους συγγενείς. Να είναι καλά όλοι τους και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου…».

Ο Νίκος Μίνγκος, όπως ήταν γνωστός στην παροικία, γεννήθηκε δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Οι γονείς του, Γιάννης και Γιωργίτσα, είχαν βρει, μετά από πολλές και ζοφερές περιπέτειες, καταφύγιο στον Κοντιά της Λήμνου.

Είχαν ήδη χάσει ένα παιδί (η αείμνηστη Γιωργίτσα για να γλιτώσει από τα χέρια των Τούρκων «όταν ξέσπασε το κακό» έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι έχοντας στα χέρια της τον ενός έτους γιο τους. Εκείνη κατάφερε να επιβιώσει. Το παιδί όχι, όπως είχε αφηγηθεί ο κ. Χρήστος).

Στη Λήμνο το 1924 ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες των ANZAC (των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών που πολέμησαν στη μάχη της Καλλίπολης) και, όπως μας είπε, θυμόταν μεγαλώνοντας να λένε ιστορίες για τους χιλιάδες στρατιώτες από την άλλη άκρη της Γης. Πού να ήξερε ότι περίπου 35 χρόνια μετά ο τόπος τους θα γινόταν η δεύτερή του πατρίδα.

Παρά τις δυσκολίες, ήταν ανέμελα χρόνια με αγάπη και αλληλεγγύη.

Ήταν 16 χρόνων όταν ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος το 1940. Ακολούθησε η γερμανική κατοχή στο νησί το 1941, χρόνια «ζόρικα».

Στη συνέχεια, κλήθηκε στον Στρατό κατά τον Εμφύλιο. Όταν απολύθηκε το 1949 γύρισε στη Λήμνο, θέλοντας να αφήσει πίσω του τη φρίκη που βίωσε.

«Έγινα παραγγελιοδόχος. Αθήνα – Λήμνο, Λήμνο – Αθήνα. Κάθε εβδομάδα. Μία εβδομάδα Αθήνα, μία εβδομάδα Λήμνο», μας είχε πει.

«…Την ημέρα ήμουνα στα ‘λαμπερά’ σαλόνια των Αθηνών και το βράδυ ήμουνα στα ‘σκοτεινά’ σαλόνια. Στα υπόγεια με τα μπουζούκια, τα ρεμπετάδικα».

«Α ρε χρόνια λεβέντικα» αναφώνησε σχετικά σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του, σφιγμένα γροθιές, όπως ένας νικητής, στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο ενός αγώνα, αλλά της ζωής της ίδιας.

«Ήμουνα ρεμπέτης…».

Στη συνέχεια ήρθε ο γάμος. «Με την Ασημένια αγαπιόμασταν από μικρά παιδιά», ανέφερε.

«Μετά τον γάμο (και πριν έρθουμε στην Αυστραλία) συνέχιζα και έκανα τον παραγγελιοδόχο (στη Λήμνο). Αλλά, πάνε αυτά που ήξερα. Τα πάντα. Δεν υπήρχε διασκέδαση ήταν μόνο η δουλειά. Ούτε ένα τσιγάρο δεν κάπνιζα για να κάνω οικονομία».

«Και άνοιξα στο χωριό ταβέρνα. Άπλωνα μέχρι και 400 καθίσματα. Ερχόταν (πελάτες) από όλη τη Λήμνο. Την ήξεραν την ‘Πατατιά’…».

Πρώτος από την οικογένεια Τσιλιμινγκού έφτασε στην Αυστραλία, ο δεύτερος αδερφός, ο Βασίλης, το 1954, μετά από πρόσκληση του συγχωριανού τους, Σωτήρη Καλομοίρη. Ακολούθησε ο Δημητρός το 1956.

Ο Νίκος έφτασε το 1959 «με το ‘Φλαμίνια’ … από τον Πειραιά, με την Ασημένια και τον Γιάννη μικρό παιδί».

«Πώς πήρατε την απόφαση;» τον είχαμε ρωτήσει.

«Να καταλάβεις, φεύγαν από το χωριό, ενωρίτερα από μένα πολλοί. Παίρνανε πολύ καλά λεφτά (στην Αυστραλία)», είπε.

«Υπήρχαν κάτι παιδιά που ήτανε τσομπαναραίοι, στα βουνά μέσα ζούσαν, δεν ξέρανε τι θα πει παπούτσι. Φορούσαν τσερβούλια. Και στέλνανε γράμμα στις μανάδες τους γράφοντας: ‘Μαμά περνώ πολύ ωραία εδώ στην Αυστραλία. Η γυναίκα μου σκουπίζει με ηλεκτρική σκούπα’. Άκου τώρα! Εκεί είχαμε φροκαλιές, σκουπίζαμε με τα βούρλα. Και να ακούς ότι στην Αυστραλία (σκουπίζουν με ηλεκτρική σκούπα).

«Είχανε φύγει και τα άλλα μου τα κουνιάδια μετανάστες. Και έτσι το πήρα απόφαση (και εγώ)».

Η ζωή στην Αυστραλία στην αρχή ήταν δύσκολη. Αλλά με τα χρόνια γινόταν όλο και καλύτερη.

Εκτός από τη δουλειά, έβρισκε και τη διασκέδαση που τόσο αγαπούσε, σε συνεστιάσεις με συγγενείς και φίλους.

Όλη η οικογένεια ήταν πλέον στη Μελβούρνη. Ο κ. Χρήστος έφτασε τον Μάρτιο του 1960. Ακολούθησε ο Παναγιώτης, μετά από έξι μήνες, ενώ το 1961 έφεραν και τους γονείς τους, τον Γιάννη και τη Γιωργίτσα.

Χοροί, γάμοι, βαφτίσεις. «Απέκτησα παρά πολλούς φίλους και κάθε εβδομάδα είχαμε επισκέψεις» είχε πει ο Νίκος Μίνγκος, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του και με τη διασκέδαση άλλων συμπάροικων.

Για κάποια χρόνια στις αρχές του ’80 διαχειρίστηκε και το Lemnos Reception, στο Middle Park, όπου δεκάδες Λημνιοί και πολλοί άλλοι ομογενείς μοιράστηκαν τις χαρές τους με χιλιάδες κόσμο.

Αφού βγήκε στη σύνταξη, συνέχισε να εργάζεται. Κοντά στον γιο του Κώστα, στο κατάστημα που άνοιξαν μαζί αρχικά στο Brighton επί της Church Street.

Εκτός από τα μαγαζιά του, τα Milk Bar, ο κ. Νίκος είχε μεράκι τον κήπο του. Πάντα περιποιημένος.

«Μετανιώνετε για κάτι στη ζωή σας;», τον ρωτήσαμε. «Είμαι πολύ ικανοποιημένος!», ήταν η απάντησή του.

«Καλό ταξίδι» κύριε Νίκο και «καλή αντάμωση» με την πολυαγαπημένη σας Ασημίνα.

 

*Η κηδεία του Νίκου Μίνγκου θα γίνει την Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου, στις 12.30μ.μ. από τον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων, στο Oakleigh και ο ενταφιασμός στο κοιμητήριο του Springvale Botanical, The Pines section (είσοδος από το Princes Highway). Μετά τον ενταφιασμό η οικογένεια θα δεχθεί συλλυπητήρια στα Refresment Rooms, εντός του κοιμητηρίου.