Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι μόνο στον γυναικείο εγκέφαλο παράγεται μια «πλημμυρίδα» ορμονικών εκκρίσεων που βοηθούν τόσο τις μέλλουσες μητέρες κατά τη διάρκεια της κυοφορίας και του τοκετού όσο και τις νέες μητέρες στην ανάπτυξη δεσμών αγάπης με το νεογέννητο.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα ομάδας Αμερικανών και Ισραηλινών επιστημόνων, και στον εγκέφαλο των νέων μπαμπάδων παρατηρείται ένα ανάλογο φαινόμενο. Και μάλιστα, όπως απέδειξαν, πρόκειται για τις ίδιες ορμόνες που εκκρίνονται από τον γυναικείο εγκέφαλο τόσο κατά τη διάρκεια του τοκετού για να προκαλέσουν τις συσπάσεις της μήτρας όσο και αμέσως μετά, προκειμένου να διευκολύνουν τον θηλασμό.
Πράγματι, όπως επισημαίνουν στη σχετική μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Biological Psychiatry» (vol. 68, issue 4, 15 August 2010), ο εγκέφαλος των ανδρών που μόλις έχουν γίνει μπαμπάδες φαίνεται να αντιδρά και να «συμπεριφέρεται» παρόμοια με αυτόν των γυναικών, εκδηλώνοντας μια σαφή αύξηση στην έκκριση ορισμένων «θηλυκών» ορμονών: έτσι παρουσιάζει κατακόρυφη αύξηση της ωκυτοκίνης και της προλακτίνης, δύο ορμονών που, ως γνωστόν, είναι στενά συνυφασμένες με τον τοκετό και τη γαλουχία.
Οι ορμόνες αυτές δρουν πάνω στην αμυγδαλή, μια περιοχή στο βάθος του εγκεφάλου που θεωρείται ότι παίζει αποφασιστικό ρόλο στην εκδήλωση των συναισθημάτων. Όπως κατ’ επανάληψη έχει επιβεβαιωθεί από διάφορες έρευνες, η ωκυτοκίνη, η οποία ταυτοποιήθηκε το 1953 από τον Αμερικανό βιοχημικό Βίνσεντ ντι Βινιό, όταν εκκρίνεται από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου μας προκαλεί αισθήματα έντονης χαράς και ευδαιμονίας. Χάρη σε αυτήν τη βιοχημική πανουργία η έκκριση της ωκυτοκίνης συμβάλλει στην ενδυνάμωση του δεσμού τόσο μεταξύ της μητέρας και του νεογέννητου όσο και μεταξύ των ερωτικών συντρόφων ή ακόμη και μεταξύ συγγενικών προσώπων. Μέχρι σήμερα όμως καμία σχετική έρευνα δεν είχε επικεντρωθεί στη μελέτη της δράσης αυτών των ορμονών στον εγκέφαλο των νέων μπαμπάδων.
Τα ευρήματα αυτής της έρευνας είναι εξαιρετικά επίκαιρα στην εποχή μας διότι ο διακριτός – βιολογικός και κοινωνικός ρόλος του πατέρα τείνει διαρκώς να υποβαθμίζεται. Σήμερα, ο ρόλος του άνδρα στην αναπαραγωγή και στην ανατροφή των παιδιών θεωρείται σχεδόν επουσιώδης, καθώς οι μέθοδοι της τεχνητής αναπαραγωγής αλλά και τα νέα πρότυπα μονογονεϊκής οικογένειας επιτρέπουν σε ολοένα και περισσότερες γυναίκες να τεκνοποιούν και να αναθρέφουν μόνες τους ένα παιδί.
Για τους σκοπούς της έρευνας η Ρουθ Φέλντμαν, επικεφαλής ομάδας Ισραηλινών νευροεπιστημόνων από το Πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλάν, στο Ισραήλ, σε συνεργασία με τον Τζέιμς Λέκμαν από το Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ, μέτρησαν τα επίπεδα των δύο ορμονών στο αίμα 160 ανδρών και γυναικών (80 ζευγαριών) που ήταν «πρωτάρηδες» γονείς. Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε τρεις μετρήσεις: αμέσως μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, έπειτα από διάστημα έξι εβδομάδων και ύστερα από έξι μήνες. Παράλληλα με τις βιοχημικές μετρήσεις έγινε καταγραφή και της συμπεριφοράς τους προς το νεογέννητο.
ΑΝΑΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΣΕΞΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
Από τις μετρήσεις αυτές προέκυψαν τρεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι και στις τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους μητέρες και πατέρες παρουσίαζαν παρόμοια επίπεδα της ορμόνης ωκυτοκίνης στο αίμα τους. Σύμφωνα με τη δρα Φέλντμαν, αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο στη γυναίκα αλλά και στον άνδρα επίσης ενεργοποιείται, αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού, ένα νευρο-ορμονικό σύστημα το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη στενών συναισθηματικών δεσμών με το νεογέννητο. Μάλιστα, η έρευνα έδειξε ότι οι μπαμπάδες που ασχολούνταν περισσότερο με τα παιδιά τους, τα φρόντιζαν και έπαιζαν μαζί τους καθημερινά, παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης ωκυτοκίνης και προλακτίνης.
«Πολλοί άνδρες – επισημαίνει η δρ Φέλντμαν – ομολογούν ότι ενώ γενικά ήταν μάλλον αδιάφοροι απέναντι στο θέμα της πατρότητας προτού γεννηθεί το παιδί τους, όταν γεννήθηκε και το κράτησαν στην αγκαλιά τους, κατακλύστηκαν από πρωτόγνωρα συναισθήματα». Και συνεχίζει: «Είναι πολύ πιθανό να συμβαίνει το εξής: καθώς αυξάνεται ο χρόνος που αφιερώνει ο γονιός στο παιδί του, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και η ικανότητα του βρέφους να εξωτερικεύει και να κάνει σαφέστερες τις ανάγκες του, αυξάνονται και τα επίπεδα έκκρισης ωκυτοκίνης και προλακτίνης, προκειμένου να ανταποκριθεί ο γονιός καλύτερα στις αυξημένες ανάγκες του βρέφους».
Μάλιστα, από την καταγραφή της συμπεριφοράς των δύο γονέων παρατηρήθηκε ότι στους άνδρες οι εκδηλώσεις φροντίδας και στοργής για τα παιδιά τους εκφράζονται περισσότερο με συμπεριφορές κινητικού χαρακτήρα (παίζουν με το μωρό, το πετούν στον αέρα, το στριφογυρίζουν, το ταχταρίζουν), ενώ στις μητέρες έχουν περισσότερο ήρεμο, λεκτικό και προστατευτικό χαρακτήρα (το νανουρίζουν, του μιλάνε, του περιγράφουν τα αντικείμενα).
Μια δεύτερη σημαντική διαπίστωση των νευροεπιστημόνων που διεξήγαγαν την έρευνα ήταν ότι υπάρχει ένας σαφής συσχετισμός των επιπέδων ωκυτοκίνης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα που αποτελούν ζευγάρι. Αυτό ενισχύει την εικασία ότι θα πρέπει να υπάρχουν κάποιοι μηχανισμοί που ρυθμίζουν τα επίπεδα αυτών των ορμονών σ’ ένα ζευγάρι, ώστε να συμβιώνει αρμονικά.
Τέλος, η έρευνα διαπίστωσε ότι υπάρχει συσχετισμός ακόμη και ανάμεσα στα επίπεδα ωκυτοκίνης και στον τρόπο εκδήλωσης και την ποιότητα της γονεϊκής φροντίδας. Έτσι, για παράδειγμα ήταν αυξημένη η ωκυτοκίνη στις πιο στοργικές μητέρες, οι οποίες είχαν πιο συχνή οπτική και σωματική επαφή με το βρέφος (βλέμμα, χάδια). Στους πατέρες πάλι, η ωκυτοκίνη αυξανόταν όσο αυξανόταν η ενεργητική ενασχόληση ή το «παιχνίδι» με το βρέφος, με στόχο να το ενθαρρύνουν να ανακαλύψει κάτι, να παρατηρήσει αντικείμενα.
Είναι σαφές ότι τα ευρήματα αυτά ανατρέπουν βαθιά ριζωμένες σεξιστικές προκαταλήψεις του πολιτισμού μας για τον εν γένει υποτιμημένο ρόλο του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών. Και εφόσον επιβεβαιωθούν και από άλλες ευρύτερες έρευνες, δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε κάποιες αναθεωρήσεις στον παραδοσιακό τρόπο αντιμετώπισης του σύγχρονου άνδρα-πατέρα.