Το γάλα, και πιο συγκεκριμένα αυτό που παράγεται από τις γαλακτοφόρες αγελάδες, που παστεριώνεται ή όχι, και αποτελεί μέρος της καθημερινής διατροφής των κατοίκων των δυτικών κρατών και πολύ πρόσφατα και των χωρών της Ασίας, επανήλθε για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο, λόγω έρευνας που διενήργησαν επιστήμονες στα πανεπιστήμια του Μπρίστολ στη Βρετανία και του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας.

Η έρευνα δεν θα αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία, αν δεν είχε ένα χαρακτηριστικό που την καθιστά μοναδική.

ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΙΑ;

Οι επιστήμονες συμπεριέλαβαν στις έρευνές τους περίπου τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιους ενήλικες, οι οποίοι μεταξύ των ετών 1937 και 1939, είχαν λάβει μέρος σε αντίστοιχη έρευνα, ευρισκόμενοι τότε στην παιδική ηλικία. Η εκπόνηση της έρευνας είχε καταστεί δυνατή λόγω των στοιχείων που διατηρούσαν στην προπολεμική τότε Αγγλία οι γονείς τους. Σε ένα βιβλιάριο κατέγραφαν την ποσότητα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων που τα παιδιά τους κατανάλωναν σε καθημερινή βάση, ως επίσης και τα υπόλοιπα είδη με τα οποία τρέφονταν.

65 χρόνια μετά, οι ερευνητές -με τη στήριξη του Παγκόσμιου Ιδρύματος Έρευνας για τον Καρκίνο- προχώρησαν στη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων, και κατέληξαν στο γενικό συμπέρασμα ότι όσο περισσότερο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα καταναλώνει ένα παιδί, τόσο περισσότερο ζει.

Συγκεκριμένα, από τους 4374 συμμετέχοντες, οι 378 οκτώ πέθαναν από καρδιακές παθήσεις, και οι 121 από εγκεφαλικό. Ένας στους τρεις πέθανε από άλλα αίτια, ενώ οι υπόλοιποι, περίπου δυόμισι χιλιάδες, διάγουν με αξιοπρέπεια τα γηρατειά τους.

23% ΜΕΙΩΣΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Όπως διαπιστώθηκε, όσοι πέθαναν από καρδιακές παθήσεις ή εγκεφαλικό επεισόδιο, δεν κατανάλωναν επαρκείς ποσότητες γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως οι υπόλοιποι. Η κατανάλωσή τους περιοριζόταν καθημερινά στα 89 γραμμάρια.

Όσον αφορά τους προνομιούχους, αυτοί κατανάλωναν περίπου πεντακόσια γραμμάρια γάλακτος ή παραγώγων του, με το γάλα να αποτελεί το 90 τοις εκατό της διατροφής τους.

Ως αποτέλεσμα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό θνησιμότητας μειώνεται κατά 23 τοις εκατό, όταν ένα παιδί λαμβάνει σε καθημερινή βάση τις απαραίτητες για τον οργανισμό του ποσότητες γάλακτος και παραγώγων του.

Εύρημα το οποίο αναδεικνύει ο Ρίτσαρντ Μάρτιν, συγγραφέας της έκθεσης στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, ο οποίος τονίζει ότι η κατανάλωση επαρκούς ποσότητας γάλακτος και ασβεστίου στην παιδική ηλικία, μειώνει σημαντικά το δείκτη θνησιμότητας. Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι η κατανάλωση γάλακτος ενδεχομένως να έχει θετική επίδραση στην ενίσχυση των ορμονών ως επίσης και στη γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού.

Ευρέως γνωστό είναι και το ότι το ασβέστιο συμβάλλει στην ανάπτυξη των οστών καθώς και στη μείωση της αρτηριακής πίεσης στα παιδιά, γεγονός που παρέχει τη βάση για μακροπρόθεσμη προστασία έναντι καρδιακών παθήσεων και εγκεφαλικών επεισοδίων.

Όταν αναφέρονται σε γάλα, οι επιστήμονες εννοούν αυτό που παράγεται από τις γαλακτοφόρες αγελάδες και όχι το γάλα από σόγια ή καρύδα, το οποίο περιέχει ελάχιστο ή καθόλου ασβέστιο, τουλάχιστον στη φυσική του μορφή.

ΓΑΛΑ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ;

Ο Μαξ Μοτίκα, διευθυντής της Αμερικανικής Υπηρεσίας Καταναλωτών και Διατροφής, αναδεικνύει αυτό το γεγονός, τονίζοντας παράλληλα ότι η κύρια πηγή ασβεστίου είναι το γάλα.

«Αυτή η κρεμώδης ουσία που συναντάται στο γάλα, στα γαλακτοκομικά προϊόντα, στο παγωτό, είναι η κύρια πηγή ασβεστίου. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και ικανοποιητικές ποσότητες μαγνησίου, το οποίο είναι επίσης σημαντικό για την ανάπτυξη του οργανισμού. Όσον αφορά το γάλα από σόγια, το οποίο είναι πλέον ιδιαίτερα δημοφιλές, περιέχει ελάχιστο ή καθόλου ασβέστιο. Ως αποτέλεσμα, το παιδί έχει έλλειψη αυτού του σημαντικού για την ανατροφή του στοιχείου».
Πέραν από το γάλα, η έρευνα στη Βρετανία και την Αυστραλία κατέδειξε επίσης ότι η ψηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων -που ως γνωστόν περιέχουν λιπαρά και χοληστερόλη-, δεν αύξησε τον κίνδυνο καρδιοπαθειών. Οι επιστήμονες επισήμαναν ωστόσο ότι αυτό δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένο, τονίζοντας ότι για να ισχύσει, θα πρέπει να είναι μέρος και όχι κύριο συστατικό, ενός ισορροπημένου διαιτολογίου.

ΒΑΣΙΚΗ Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Άποψη την οποία εν μέρει υιοθετεί ο δόκτωρ Ντέιβιντ Τζένκινς, καθηγητής Διατροφικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά. Η ισορροπημένη διατροφή κατά την παιδική ηλικία, επισήμανε, είναι σημαντική για τη μακροζωία, προσθέτοντας ωστόσο ότι δεν μπορεί να λεχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Αντίθετα, η Σαμάνθα Χέλλερ, διατροφολόγος, διαιτολόγος και φυσιολόγος, επισήμανε ότι εκείνο που προκαλεί ανησυχία είναι το κορεσμένο λίπος που περιέχεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Ταυτόχρονα επισήμανε ότι αρκετά παιδιά δεν λαμβάνουν το ασβέστιο που χρειάζονται, ακριβώς επειδή αντικαθιστούν ροφήματα πλούσια με το απαραίτητο χημικό στοιχείο, με αντίστοιχα ροφήματα πλούσια σε γλυκαντικές ουσίες.

Πάντως και οι δύο συμφωνούν ότι το γάλα μόνο θετικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στην ανάπτυξη του παιδιού, αν φυσικά συνδυαστεί με φρούτα, λαχανικά και όσπρια, με άλλα λόγια, αν ακολουθείται μια σωστή, ισορροπημένη διατροφή.

Ένα ποτήρι γάλα, ένα γιαούρτι και ένα κομμάτι τυρί, παρέχουν εκείνη την ποσότητα ασβεστίου που χρειάζεται καθημερινά ο νεαρός και αναπτυσσόμενος οργανισμός.

Μήπως έφθασε ο καιρός το γάλα να αρχίσει να προσφέρεται δωρεάν στα δημοτικά σχολεία;