H εγχειρητική μεταμοσχευτική παράκαμψη της στεφανιαίας αρτηρίας -γνωστή ως CABG (Coronary Artery Bypass Grafting)- περιλαμβάνει την αφαίρεση τμήματος φλέβας ή αρτηρίας από τα κάτω άκρα και τη μεταμόσχευσή της σε μια «ασθενή» αρτηρία ώστε να διευκολυνθεί η ροή του αίματος στο σημείο όπου υπάρχει απόφραξη.
Με ποσοστό επιβίωσης ασθενών περί το 98% και με μόλις το 1% των ασθενών να χρειάζεται να επαναλάβει την επέμβαση, η CABG θεωρείται ασφαλής και ιδιαίτερα αποτελεσματική πρακτική για τη θεραπεία των στεφανιαίων παθήσεων. Επισημαίνεται ωστόσο ότι στα μετεγχειρητικά προβλήματα περιλαμβάνονται συμπτώματα που αφορούν τη μνήμη και στις γνωσιακές λειτουργίες.

Την τελευταία δεκαετία, τα γνωσιακά προβλήματα έχουν αποδοθεί στις «παρενέργειες» από το μηχάνημα εξωσωματικής κυκλοφορίας που δίνει δυνατότητα να παρακαμφθεί η λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων. Το μηχάνημα αυτό, γνωστό και ως «αντλία», αναλαμβάνει την καρδιοπνευμονική λειτουργία κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, ώστε οι χειρουργοί να μπορούν να «σταματήσουν» την καρδιά και να εργαστούν σ’ αυτή.

Το 2001, τα αποτελέσματα μιας μελέτης σε 260 άτομα που είχαν υποστεί CABG, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Τhe New England Journal of Medicine ήγειραν κύμα ανησυχίας σχετικά με το λεγόμενο «μετα-αντλητικό» σύνδρομο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι περί το 53% των ασθενών απέδωσαν χειρότερα σε γνωστικά τεστ μια εβδομάδα αφότου υποβλήθηκαν σε CABG, σε σχέση με επιδόσεις σε αντίστοιχα τεστ, πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Περί το τέλος της πενταετούς μελέτης, το 42% των συμμετεχόντων εξακολουθούσε να καταγράφει ενδείξεις πνευματικής υποβάθμισης. Ακολούθως, οι ερευνητές ανέπτυξαν μια νέα διαδικασία χωρίς αντλία, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να ανασχέσουν το μετα-αντλητικό σύνδρομο.

ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΘΟΔΟΙ

Σήμερα περίπου το 25% των περιπτώσεων CABG επιτελούνται χωρίς αντλία. Αλλά πρόσφατη έρευνα, ήγειρε νέα ερωτήματα σχετικά με το ποια μέθοδος τελικώς είναι καλύτερη. Ειδικότερα:
Οι χειρουργοί, για να επιτελέσουν την επέμβαση με CABG αντλία εκχέουν στην καρδιά ένα ψυχρό διάλυμα καλίου. Αυτό σταματά τον σφυγμό και προκαλεί ήπια υποθερμία, η οποία προστατεύει τον μυ της καρδιάς από τη στέρηση του αίματος και του οξυγόνου. Την ίδια στιγμή, συσφίγγουν τις κύριες αρτηρίες και φλέβες που τροφοδοτούν με αίμα την καρδιά, παροχετεύοντας τη ροή του αίματος μέσω ειδικών σωλήνων εντός της μηχανής καρδιάς – πνευμόνων (ή αλλιώς της αντλίας). Η αντλία υποστηρίζει την κυκλοφορία σε όλη τη διάρκεια της εγχείρησης.

Αντιθέτως, στη χωρίς αντλία εκδοχή της CABG, οι χειρουργοί εργάζονται στην καρδιά, ενώ αυτή χτυπά, ώστε η κυκλοφορία να μη διακόπτεται. Αυτό το επιτυγχάνουν, σταθεροποιώντας πρώτα την καρδιά με τη βοήθεια φαρμάκων και με τη συνδρομή ενός ειδικώς σχεδιασμένου σφιγκτήρα.

Με τη χωρίς αντλία επέμβαση CABG, αποφεύγονται μερικοί πιθανoί κίνδυνοι της αντλίας. Για παράδειγμα, η επιφάνεια των πλαστικών σωλήνων που μεταφέρουν αίμα προς και από την αντλία μπορεί να τραυματίσουν τα κύτταρα του αίματος. Περισσότερο σημαντικό είναι ότι η αντλία δημιουργεί μικρούς θρόμβους αίματος, γνωστούς ως μικροέμβολα. Μια θεωρία που αναπτύσσεται περί το «μεταντλητικό σύνδρομο» είναι ότι τα μικροέμβολα μπορεί να περιορίσουν την τροφοδοσία του εγκεφάλου με οξυγόνο, προκαλώντας ήπια γνωσιακά προβλήματα.

ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΦΟΡΑ

Ωστόσο, νέα έρευνα υποστηρίζει εμφατικά ότι το status της αντλίας, προκαλεί μικρή διαφορά στη μετεγχειρητική γνωσιακή λειτουργία. Επιπροσθέτως, μελέτες που συγκρίνουν τη γνωσιακή υποβάθμιση ύστερα από τη χρήση μεθόδων «με αντλία» και «χωρίς αντλία», έχουν αμφισβητηθεί από επιστήμονες.
Για παράδειγμα, σε μια πρόσφατη μελέτη 227 επεμβάσεων CABG, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υπερήχους για να μετρήσουν τα μικροέμβολα που κυκλοφορούσαν στον εγκέφαλο των ατόμων κατά τη διάρκεια της εγχείρησης «με αντλία» και «χωρίς αντλία». Τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Anesthesia & Analgesia, έδειξαν ότι οι ασθενείς «με αντλία» ανέπτυξαν 430 μικροέμβολα, σε σύγκριση με μόνο δύο μικροέμβολα στην ομάδα «χωρίς αντλία».

Ωστόσο, δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στην πνευματική λειτουργία ατόμων που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση, μεταξύ των δύο ομάδων. Περίπου οι μισοί από όλους τους ασθενείς εμφάνισαν γνωσιακή υποβάθμιση μια εβδομάδα μετά την εφαρμογή αμφοτέρων των μορφών CABG. Αλλά μετά τρεις μήνες τα περισσότερα άτομα είχαν επανακτήσει κάθε πνευματική λειτουργία που είχαν απολέσει.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΓΧΥΣΗΣ

Τα γνωσιακά προβλήματα που παρατηρούνται αμέσως μετά την επέμβαση CABG μπορούν να ερμηνευθούν από παράγοντες που δεν σχετίζονται με την αντλία. Π. χ., τα ηλικιωμένα άτομα αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο να υποστούν μετεγχειρητικό «ντελίριο», δηλαδή προσωρινή κατάσταση σύγχυσης λόγω της γενικής αναισθησίας. Κάποια άτομα, μετά μια τέτοια επέμβαση, ενδέχεται να περιπέσουν σε κατάθλιψη, η οποία μπορεί να έχει δυσμενή επίδραση στη μνήμη και τη σκέψη.
Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι οι ασθενείς, ύστερα από την εγχείρηση CABG, να καταστούν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε γνωσιακά ζητήματα, επειδή πάσχουν από σοβαρή στεφανιαία αρτηριακή νόσο.

Η καρδιαγγειακή νόσος, η οποία βλάπτει αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου, έχει συνδεθεί με νευρογνωσιακές ασθένειες, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο και αγγειακή άνοια. Ερευνητές στο Johns Hopkins μελέτησαν προσφάτως τη γνωσιακή λειτουργία σε 152 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε επέμβαση CABG με αντλία, 75 ασθενείς χωρίς αντλία, 99 άτομα που ακολούθησαν θεραπευτική αγωγή για στεφανιαία αρτηριακή νόσο, οι οποίοι δεν υποβλήθηκαν σε CABG και 69 υγιή άτομα χωρίς στεφανιαία αρτηριακή νόσο.

Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Annals of the Thoracic Surgery, απέδειξαν ότι και οι τρεις ομάδες στεφανιαίας αρτηριακής νόσου βαθμολογήθηκαν «χαμηλότερα» στην πάροδο του χρόνου συγκριτικά με τα άτομα χωρίς καρδιοπάθεια.
Το σημαντικότερο είναι ότι άτομα, τα οποία υποβλήθηκαν σε CABG με αντλία ή χωρίς αντλία, καθώς επίσης και εκείνοι με στεφανιαία αρτηριακή νόσο τα οποία δεν υποβλήθηκαν σε CABG, εκδήλωσαν μικρά αλλά παρόμοια επίπεδα υποβάθμισης εντός διαστήματος πέντε ετών.