Από το 1959 όταν τα αδέλφια Τόνυ και Νίκος Ανάσση άνοιξαν το πρώτο τους κατάστημα με θαλασσινά δίπλα στη γραμμή του τρένου της οδού Church, τα Richmond Oysters έχουν επεκταθεί σε όλη τη Μελβούρνη με μοναδικό σκοπό να προμηθεύουν οικογένειες, εστιατόρια και εμπόρους με τα καλύτερα προϊόντα της αγοράς.

Ξεκίνησαν εκτελώντας μικρές παραγγελίες και προωθώντας την οικογενειακή επιχείρηση από πόρτα σε πόρτα, μία προσέγγιση που -σταδιακά μεν σταθερά δε- τους βοήθησε να ξεχωρίσουν στο χώρο.

Οι προσωπικές σχέσεις με τους πελάτες τους και η επαφή με την κοινότητα, έθεσαν τις βάσεις για την καθιέρωση των Richmond Oysters ως μία από τις πιο πλέον αξιόπιστες και αγαπημένες επιχειρήσεις θαλασσινών στη Μελβούρνη.

Χωρίς υπερβολή έχω χάσει το λογαριασμό προσπαθώντας να θυμηθώ πόσες φορές μέλη της παροικίας με έχουν κατευθύνει στα Richmond Oysters για “τα καλύτερα θαλασσινά που έχεις φάει ποτέ”.

Είτε από την οικογένεια είτε από φίλους και γνωστούς και πιο πρόσφατα από λάτρεις του φαγητού στο Ίνσταγκραμ και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η συμβουλή παρέμενε η ίδια.

Οι επισκέψεις μου στο μαγαζάκι της οδού Church ήταν συχνές, όμως από τότε που το εστιατόριο στο Όκλι άνοιξε τις πόρτες του, η περιέργειά μου για το ξεκίνημα και την εντυπωσιακή εξέλιξη της επιχείρησης έγινε ακόμη μεγαλύτερη.

Η Σαρακοστή φυσικά ήταν η ιδανική ευκαιρία για να “εξερευνήσω” από πρώτο χέρι το μενού.

Έτσι λοιπόν δεν έχασα καιρό, έκανα κράτηση για τραπέζι και κανόνισα μία συνέντευξη με τον υπεύθυνο διαχείρισης του μαγαζιού Caleb Griffiths.

“Από πολύ νωρίς ήμουν εκστασιασμένος με τα Richmond Oysters” μου εξομολογείται ο Caleb ο οποίος παρεμπιπτόντως δηλώνει ότι νιώθει εν μέρει Έλληνας.

“Ανά περιόδους θα είχαν δεκάδες γυναίκες και άνδρες να αφαιρούν το κέλυφος από τα χτένια ή τα στρείδια αντίστοιχα. Η παραγωγή πίσω από εκείνο το μικρό μαγαζί ήταν τεράστια.

Έβλεπε κανείς ενυδρεία με ζωντανούς αστακούς, υπήρχαν λογιών λογιών ψάρια, τα πάντα. Ακόμη κι αν τίποτα δεν είχε μείνει στη βιτρίνα, ο Evan Τριανταφύλλου, ιχθυοπώλης μας εδώ και 40 σχεδόν χρόνια, θα έλεγε ‘Περίμενε, έχω κάτι καλό για σένα’, θα πήγαινε στο πίσω μέρος και θα έβρισκε κάτι που ήξερε ότι αρέσει στον πελάτη, θα το τεμάχιζε και θα το έφερνε έξω. Greek style” περιγράφει.

Η μητέρα του Caleb ήταν τακτική πελάτισσα των Richmond Oysters και ο ίδιος θυμάται την επιχείρηση να ανθίζει και να χτίζει ένα αξιόπιστο όνομα βασισμένο ακριβώς σε αυτές τις προσωπικές σχέσεις με τους καταναλωτές.

“Πολλοί από τους πελάτες μας και οι οικογένειές τους ψωνίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από μας εδώ και 50 χρόνια, όπως ακριβώς η μητέρα μου.

Πήγαινε εκεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά ακόμη και πριν γεννηθώ. Ο Τόνυ και ο Νίκος ήταν σαν πρότυπα στην κοινότητα” εξηγεί ο Caleb.

To 2008 η δεύτερη γενιά της οικογένειας Ανάσση, τα αδέλφια Θόδωρος και Χρήστος που έχουν αναλάβει πλέον τα ηνία της επιχείρησης, αποφάσισαν να επεκταθούν και μεταμόρφωσαν το ήμισυ του χώρου στο Richmond σε εστιατόριο με τη βοήθεια του Αλέξη Σκούτα, ενός από τους υπεύθυνους λιανικής της εταιρείας.

“Εννιά χρόνια πριν άνοιξαν το εστιατόριο, το οποίο ουσιαστικά ξεκίνησε από μια μικρή κουζίνα. Ο Αλέξης και ο Evan φρόντισαν το κεντρικό στοιχείο να είναι μια βιτρίνα μήκους 9 μέτρων με φρέσκα ψάρια, φιλέτα, αστακούς, γαρίδες, μύδια, χτένια, καλαμάρια… Ο Αλέξης έφτιαχνε ψαροπιτάκια, σουβλάκια, σάλτσες, πιατέλες, ετοίμαζε τόσα διαφορετικά πιάτα”.

Η φιλοσοφία του εστιατορίου εξελίχθηκε με βάση την επιχείρηση λιανικής. Το πρώτο εστιατόριο έγινε επέκταση του μαγαζιού αλλά και του ονόματος της οικογένειας στη Μελβούρνη και συμπλήρωνε την μπροστινή βιτρίνα.

Το στυλ του ήταν απλό και καθαρό περνώντας ακριβώς την αίσθηση ότι προσφέρει τα πιο φρέσκα θαλασσινά της καλύτερης ποιότητας. Είτε για πώληση είτε για άμεση κατανάλωση, τα προϊόντα έρχονταν φρέσκα από τον ίδιο χώρο.

“Αρχικά, κάποιος μπορούσε να έρθει και να πει ‘Θέλω αυτόν τον τόνο της βιτρίνας με τίποτα άλλο, μόνο λίγο ρύζι’. Ο Evan θα το έβγαζε έξω και ο Αλέξης θα το μεταμόρφωνε στο πιο γευστικό πιάτο.

“Βασιζόμασταν κυρίως στο τι ήθελε ο πελάτης να φάει, η εξυπηρέτησή μας ήταν πιο πιο προσωπική κάτι που οι πελάτες αγαπούσαν” περιγράφει ο Caleb.

Χρόνο με το χρόνο, ο Αλέξης Σκούτας προσέθετε περισσότερες επιλογές στο μενού και εξέλλισσε τα πιάτα. Ανάλογα με την εποχή και τη διαθεσιμότητα, δημιουργούσε πιατέλες ψαρικών με τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία κατάλληλες για όλα τα γούστα και όχι τυχαία αυτές παραμένουν και σήμερα η σπεσιαλιτέ της επιχείρησης.

“Είναι σαν δύο όροφοι από νοστιμότατο τερατούργημα” λέει γελώντας ο Caleb και προσθέτει: “Η καλύτερη και μεγαλύτερη πιατέλα θαλασσινών στη Μελβούρνη. Έχεις μύδια, καλαμάρια, στρείδια, γαρίδες, χτένια, ψαροφιλέτα, καβούρι και η λίστα δεν τελειώνει εδώ”.

Σήμερα, το Richmond Oysters διατηρεί τη συμβολική του παρουσία λειτουργώντας στην αυθεντική τοποθεσία δίπλα-δίπλα με τη βιτρίνα λιανικής πώλησης και τα fish ‘n’ chips για πακέτο, ενώ στην καρδιά του Όκλι διατηρεί το υψηλής αισθητικής εστιατόριο.

Τη στιγμή που ο Caleb ήταν έτοιμος να μου μιλήσει για τα μελοντικά σχέδια του εστιατορίου, έφτασε στο τραπέζι μας το περίφημο “νοστιμότατο τερατούργημα” και ο ίδιος με παρότρυνε να μην αντισταθώ.

Πραγματικά, δεν ήξερα από πού να αρχίσω: ένα μείγμα από φρέσκα στρείδια, απλά ή μαγειρεμένα με τη σπεσιαλιτέ ως Kirkpatrick του σεφ, ένα μπολ γεμάτο με μύδια με γεύση τσίλι, τέσσερα σπιτικά ντιπς, χτένια μαγειρεμένα με βότανα, τραγανιστό καλαμάρι, η πιο λαχταριστή τηγανητή μαρίδα, το κλασικό μείγμα fish ‘n’ chips, καβούρι, ψαροφιλέτα, καναπεδάκια…

Η αναλογία σε βότανα και μπαχαρικά ήταν ακριβώς όπως έπρεπε να είναι, χωρίς να επισκιάζει την γεύση των θαλασσινών αλλά αντιθέτως αναδεικνύοντάς την.

“Δεν θέλουμε να κάνουμε κάτι περίπλοκο με τα θαλασσινά που έχουμε” μου εξηγεί ο Caleb.

“Απροσποίητες τεχνικές, την πραγματική γεύση να παραμένει αναλλοίωτη και την παρουσίαση του προϊόντος εντυπωσιακή αυτά ουσιαστικά αποζητάμε. Είναι εντυπωσιακό τι μπορεί να κάνει ένας δημιουργικός σεφ με τέτοιας καταπληκτικής ποιότητας προϊόντα. Για εμάς το μενού είναι απλώς ένας οδηγός για το πώς μπορεί κανείς να ‘χρησιμοποιήσει’ το εστιατόριο.”

“Πιστεύουμε ότι προσφέρουμε την καλύτερη ποιότητα σε ένα χώρο που δεν είναι το συνηθισμένο εστιατόριο πολυτελείας όπως το έχει κανείς στο μυαλό του. Έχουμε φυσικά αναβαθμίσει το μενού μας, όμως ακόμη θέλουμε ο κόσμος να μας βλέπει ως επέκταση του μαγαζιού και της οικογενειακής επιχείρησης στη Μελβούρνη”.

Και γιατί επιλέξατε το Όκλι τον ρωτάω ενώ παρατηρώ την διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου: ψηλή οροφή, με διακριτικό αλλά επιβλητικό φωτισμό, τούβλινοι τοίχοι και ξύλινα πατώματα. Το Όκλι έχει ένα ξεχωριστό πολύ συναφές με τη Μελβούρνη στυλ, σύγχρονο και συνάμα ζεστό περιβάλλον που το καθιστά ικανό να προσελκύει ένα κράμα διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων και εθνικοτήτων.

“Οι ιδιοκτήτες έχουν μεγαλώσει και ζήσει στην περιοχή. Είναι η κοινότητά τους, το μέρος όπου γιορτάζουν την ελληνική τους κληρονομιά. Προέκυψε η ευκαιρία μέσω αυτού του όμορφου χώρου και αποφάσισαν να δημιουργήσουν κάτι που ξεπερνά τις προσδοκίες” μου απαντά με ενθουσιασμό.

“Την ίδια στιγμή δεν έχουμε όπως στο Ρίτσμοντ τόσους πελάτες που έρχονται αυθόρμητα αλλά πιο πολλές κρατήσεις με ανθρώπους να έρχονται από όλη τη Βικτώρια. Το Όκλι έχει επίσης μία υπέροχη βιτρίνα που σου θυμίζει ότι βρίσκεσαι στο Richmond Oysters και είναι μέρος που σε τραβάει να πας. Προσφέρουμε κάτι διαφορετικό σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους στην περιοχή”.

Συνεχίζω να ακούω τον Caleb προσπαθώντας να παραμείνω συγκεντρωμένη την ίδια στιγμή που μια καινούρια σειρά πιάτων διεκδικεί την προσοχή μου. Αυτή τη φορά στο τραπέζι σερβίρονται γαρίδες, ένα υπέροχα μαγειρεμένο χταπόδι, σαγανάκι με σύκα, παέγια και σούσι και δοκιμάζω ένα από τα καλύτερα σασίμι που έχω γευτεί.

“Οι πελάτες μας δεν είναι μόνο Έλληνες, τα θαλασσινά κυριαρχούν σε πολλές κουλτούρες. Προμηθεύουμε την αγορά και άλλα εστιατόρια με τα καλύτερα ψάρια που προσφέρουμε και εδώ. Οι γεύσεις από φρέσκα θαλασσινά Αυστραλίας παραμένουν αναλλοίωτες και αυτό κατά κάποιο τρόπο μας κάνει να ξεχωρίζουμε. Δεν σκολουθούμε την μόδα, μας χαρακτηρίζει συνέπεια και λόγω της παρουσίας μας εδώ και περίπου μισό αιώνα ξέρουμε τα ψαρικά καλύτερα από τον καθένα. Η επιτυχία της επιχείρησης αντανακλά το εύρος της αποδοχής της. Ό,τι κι αν βάλει ο νους σου θα το έχουμε”.Πράγματι, με τέτοιο πάθος και ενέργεια και φυσικά τέτοιας ποιότητας θαλασσινά, η επιτυχία έρχεται σαν κάτι φυσικό. Για μένα αυτό αποδεικνύεται από την προσωπική μου εμπειρία ως πελάτισσα. Την ίδια στιγμή βέβαια αισθάνομαι πως υπάρχει κάτι παραπάνω από το φαγητό σε αυτήν την εμπειρία.

“Είναι αλήθεια. Αν επιλέγεις να πηγαίνεις στο ίδιο μέρος ξανά και ξανά τότε πρόκειται για κάτι περισσότερο” σπεύδει να συμφωνήσει μαζί μου ο Caleb.

“Με τους περισσότερους πελάτες μας έχουμε αναπτύξει μια σχέση που περνά από γενιά σε γενιά. Το προσωπικό δεν αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι, ούτε η προσέγγισή μας, δεν είμαστε ασταθείς. Έχουμε πίστη και αγαπάμε αυτό που κάνουμε, σεβόμαστε τον καθένα που μας επισκέπτεται και αυτή η συμπεριφορά βγαίνει ανεπιτήδευτα και χαλαρά. Η φιλοσοφία μας περιστρέφεται γύρω από φρέσκα, αυθεντικά και απλά χορταστικά γεύματα σερβιρισμένα με χαμόγελο.

Λαχταριστά θαλασσινά

Έχουμε μια εξαιρετική ομάδα στην κουζίνα που μαγειρεύει με την ψυχή της και για την οποία αισθανόμαστε υπερήφανοι και μια εξίσου φανταστική ομάδα στο σερβίρισμα που πραγματικά νοιάζεται για την ποιότητα του φαγητού. Τα εστιατόρια δεν έχουν να κάνουν μόνο με το φαγητό έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή είναι η φιλοσοφία μας.”

Richmond Oysters – Oakleigh

66 Portman Street, Oakleigh VIC

Phone: (03) 9568 4755

www.richmondoysters.com.au