Αν συχνάζατε σε μπαράκια της Μελβούρνης κατά τη δεκαετία του ’90, όταν η ροκ πρωταγωνιστούσε στη λάιβ σκηνή της πόλης, είναι μάλλον σίγουρο ότι έχετε βρεθεί σε συναυλία που διοργάνωσε η Μαίρη Μιχελάκου.
Η ομογενής ατζέντης και δημοσιογράφος έχει στο ενεργητικό της 30 χρόνια ανάμειξης στα ντόπια μουσικά δρώμενα, αλλά και πρωτοβουλιών προώθησης Αυστραλών καλλιτεχνών στο παγκόσμιο στερέωμα.
Πρακτικά μιλώντας, από τα 17 της ήδη “έκλεινε” μπάντες για συναυλίες. Μεταξύ άλλων, έχει αναλάβει ρόλους δημοσίων σχέσεων και DJ σε δημοφιλή μαγαζιά, για περίπου μια δεκαετία ήταν συντάκτρια του “Beat” (του πιο γνωστού περιοδικού για τη ζωντανή σκηνή ψυχαγωγίας στη Μελβούρνη), έγραφε τη δική της στήλη για μουσική στην εφημερίδα “The Age” και κινητοποίησε διεθνή φεστιβάλ σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Εντός της μουσικής βιομηχανίας, την αποκαλούν “βασίλισσα της ροκ στη Μελβούρνη”.

Και αν το ευρύ κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με τη σταδιοδρομία της, αυτό αναμένεται να αλλάξει μετά την αναγνώρισή της ως επίλεκτης και να συμπεριληφθεί στο Hall of Fame του θεσμού βράβευσης Music Victoria για το 2020, μαζί με τον αείμνηστο μουσικό της μπλουζ Chris Wilson.
Η ένταξή τους στο “πάνθεον” της εγχώριας μουσικής σκηνής θα επισημοποιηθεί στην τελετή των Music Victoria Awards στις 9 Δεκεμβρίου, με ζωντανή αναμετάδοση από το Melbourne Recital Centre.
Η κ. Μιχελάκου λέει ότι πρόκειται για τιμή “απροσδόκητη, αλλά που σημαίνει πολλά για μένα”.
“Ασχολούμαι με τη μουσική σκηνή της Μελβούρνης από πολύ μικρή και […] είναι υπέροχο το αίσθημα που οι προσπάθειές μου εκτιμούνται, γιατί πολλές από αυτές είχαν να κάνουν με τρελές ιδέες που ακολούθησα”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: “Δεν βλέπω όρια μεταξύ των εκφραστικών μέσων της τέχνης”
“Η αυστραλιανή μουσική και μουσική σκηνή είναι πάθος για μένα. Όποτε είχα κάποια ιδέα, απλά την έκανα πράξη, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα περνούσα Σαββατοκύριακα και βράδια δουλεύοντας”.
Πώς μυήθηκε αλήθεια στον κόσμο της μουσικής;

Φώτο: Ginger Light

Η Μαίρη Μιχελάκου με τους θρύλους της αυστραλιανής TV και ραδιοφώνου Bert and Patti Newton. Φώτο: Supplied
ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ, ΖΩΗ
Ακούγοντάς την φυσικά, με κάθε ευκαιρία και με.. τις “ευλογίες” των δικών της.
“Είμαι η μικρότερη από τρεις αδελφές και ήταν και δυο τους μυημένες στη μουσική, οπότε άκουσα τους δίσκους τους μεγαλώνοντας”, εξηγεί η κ. Μιχελάκου αποκαλύπτοντας και την πρώτη τριάδα από μπάντες που αγάπησε ως παιδί: ABBA, KISS and INXS.

Το συγκρότημα με τους Αυστραλούς ρόκερς ήταν και η πρώτη συναυλία που παρακολούθησε στο Festival Hall το 1983. Θα ακολουθούσαν μυριάδες.
“Πήγαινα και έβλεπε συγκροτήματα της Μελβούρνης να παίζουν εάν είχαν λάιβ μέσα στη μέρα, και οτιδήποτε ουσιαστικά μπορούσα να δω από ζωντανή μουσική το επιδίωκα. Μπορεί να ήμουν μια προστατευμένη Ελληνίδα σαν κοριτσάκι, αλλά ήμουν πολύ τυχερή έχοντας πάντα έναν γονιό ή μια αδελφή να με πηγαίνει και να με μαζεύει με το αμάξι [από συναυλίες]”.
Καναδυό χρόνια αργότερα, στα 13 της, ξεκίνησε να πηγαίνει εθελοντικά στον 3RRR, τον ραδιοφωνικό σταθμό στο Fitzroy που έγινε το δεύτερο σπίτι της κατά την εφηβεία.
“Ένιωθα πολύ ασφαλής εκεί και οι γονείς μου ήξεραν πόσο πολύ αγαπούσα τον σταθμό και ότι βρισκόμουν εκεί για τη μουσική”.
Περνώντας τη μέρα στον 3RRR έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ρουτίνας της κ. Μιχελάκου μαζί με το σχολείο και τις συναυλίες.
“Όλα όσα έκανα ήταν με τις ευλογίες των γονιών μου και τη βοήθειά τους”, δηλώνει.

“Ξέρεις, σε εκείνο το πρώτο λάιβ των INXS, η μαμά μου είχε πάει από την πίσω είσοδο για να μας πάρει εισιτήρια […] μου αγόραζε το άλμπουμ που ήθελα και το είχε έτοιμο για μένα όταν με μάζευε από το σχολείο και τα πρωινά του Σαββάτου δούλευα στο μεσιτικό γραφείο του μπαμπά μου, μου έδινε τότε $50 και πήγαινα κατευθείαν στο δισκάδικο”.
Μάλλον όχι τυχαία, ο πατέρας της, Σαμ Μιχελάκος, ήταν επίσης αυτοδημιούργητος στον τομέα του. Εχοντας μεταναστεύσει από την Ελλάδα το 1955, έστησε από το μηδέν το πρακτορείο του στο Brunswick, επιχείρηση-ορόσημο για την παροικία.
“Είχα πολύ υποστηρικτικούς γονείς[…] Δεν καταλάβαιναν ότι θα δημιουργούσα καριέρα από αυτό, αλλά σίγουρα δεν με σταμάτησαν από το να ακολουθήσω το πάθος μου, γιατί ήταν αυτό που ήθελα”.
ΑΠΟ ΤΗ ΝΤΟΠΙΑ ΣΚΗΝΗ, ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η κ. Μιχελάκου είχε επαγγελματική παρουσία στη μουσική σκηνή της Μελβούρνης από τα 17 της.
“Δεν είχα τη νόμιμη ηλικία για είσοδο, αλλά ουσιαστικά με πλήρωναν για να βρίσκομαι εκεί”, αναλογίζεται.
Ενώ σπούδαζε στο πανεπιστήμιο Swinburne, άρχισε να πιάνει δουλειές ως ατζέντης και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε κάποια από τα πιο δημοφιλή μαγαζιά, όπως το Evelyn και το Punter’s Club.
“Στα μέσα του ’90, ξεκίνησα να δουλεύω στο Beat Magazine ως συντάκτρια. Έμεινα στον ρόλο για καμιά δέκα χρόνια και πήγαινα σε συναυλίες κάθε βράδυ, οπότε γνώρισα πολύ κόσμο από τη μουσική σκηνή της Μελβούρνης. Και ήταν απλά κάτι που το ένιωθα φυσικό, δεν μου φαινόταν δηλαδή ποτέ ότι κάνω κάτι που άλλοι στην ηλικία μου δεν θα έκανα. Ήμουν απλώς αφοσιωμένη στο να στηρίζω αυστραλιανές μπάντες, νέες και παλιότερες”.

Η Μιχελάκου στην Αθήνα παρέα με τους Αυστραλούς ρόκερς, The Stems. Φώτο: Supplied

Με την Αμερικανίδα τραγουδίστρια της country. Dolly Parton. Φώτο: Supplied

Με την Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα Deborah Harry. Φώτο: Supplied
Εν τω μεταξύ, από την ηλικία των 21, η κ. Μιχελάκου ξεκίνησε και τις εξορμήσεις στο εξωτερικό για φεστιβάλ και μουσικά συνέδρια αργότερα, με κάθε νέα εμπειρία να της δίνει τροφή για σκέψη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Πώς τα ρεμπέτικα μάγεψαν έναν Αμερικανοαυστραλό
Χαρακτηριστικό ένα ταξίδι στο Όστιν του Τέξας για το μουσικό φεστιβάλ South by Southwest, που γέννησε στο μυαλό της την αφορμή για το διεθνές βήμα.
“Εβλεπα στις αρχές του 2000, πολλές αυστραλιανές μπάντες ξόδευαν χιλιάδες δολλάρια για να πάνε εκεί. Αλλά κανείς δεν φαινόταν να αποκομμίζει κάτι από την εμπειρία […] οπότε αποφάσισα να ξεκινήσω τη δική μου διοργάνωση”.
Το πρώτο μεγάλο πάρτυ που έστησε εκεί το 2003, έμελλε να εξελιχθεί στο λεγόμενο Aussie BBQ, μια διοργάνωση για την ανάδειξη της αυστραλιανής μουσικής σε διεθνές στερέωμα, που έχει επαναληφθεί έκτοτε σε Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Αμβούργο και Λονδίνο μεταξύ άλλων.
Σε μεγάλο βαθμό, ο χρόνος και τα χρήματα που επένδυσε η κ. Μιχελάκου για το πρότζεκτ ήταν εις βάρος της εργασίας για τα προς το ζην, αλλά η ίδια όπως εξομολογείται δεν μετανιώνει ούτε στιγμή.
“Γιατί πιστεύω ότι άξιζε κατά πολύ, έκανε κάποια διαφορά, οπότε είμαι περήφανη, αλλά στάθηκα και τυχερή γιατί μπόρεσα να ταξιδέψω πολύ”.
Από το 2013 και μετά, η κ. Μιχελάκου παρέδωσε τα ηνία του Aussie BBQ στη Sounds Australia, μια κυβερνητικά επιχορηγούμενη πρωτοβουλία για την προώθηση της αυστραλιανής μουσικής σε διεθνείς αγορές.
Αλλά αυτό δεν ήταν η μόνη μαζική καλλιτεχνική διοργάνωση που ξεκίνησε.
Το 2016, μας λέει πως σταμάτησε τα ταξίδια στο εξωτερικό για να αφοσιωθεί στο Buried Country, μια σειρά ζωντανών συναυλιών, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Clinton Walker, με συμμετοχή κορυφαίων Ιθαγενών μουσικών, που διήρκησε τρία χρόνια.

Συμμετέχοντες καλλιτέχνες του Buried Country από επίσκεψη στο Government House. Φώτο: Supplied

Στιγμιότυπο από το Aussie BBQ. Φώτο: Supplied
“Ηταν εξαιρετικής σημασίας για μένα, γιατί είδα πολύ παραπάνω από την Αυστραλία και μου άνοιξε τα μάτια σε αυτό που μου έλειπε[…] Πραγματικά ερωτεύτηκα τις δημιουργίες Ιθαγενών μουσικών όπως των Auriel Andrew, Roger Knox και Jimmy Little και ξεκινήσαμε αυτή την περιοδεία που είναι μεγάλο μου καμάρι”.
Άλλη μια από τις “τρελές” της ιδέες – όπως τις αποκαλεί – που υλοποίησε με επιτυχία ήταν το Melbourne music bus tours στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ στην πόλη, το Leaps and Bounds
Πρόκειται κυριολεκτικά για διαδρομή λεωφορείου τρεισήμιση ωρών, από το Arts Centre στο Fitzroy και πάλι πίσω στο κέντρο της πόλης με περιήγηση σε ιστορικά μαγαζιά της μουσικής σκηνής της Μελβούρνης.
Το πρότζεκτ έχει βέβαια σταματήσει προσωρινά λόγω πανδημίας, αλλά η κ. Μιχελάκου επιφυλάσσεται να επανέλθει και έχει ήδη ιδέες για αντίστοιχες πρωτοβουλίες που συνδυάζουν τουρισμό με μουσική.
“Επανερχόμαστε στον στόχο, να αναδείξουμε πόσο καλή είναι η λάιβ μουσική, και κάθε είδος μουσικής αλήθεια, που παράγει η Αυστραλία”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Αβορίγινες χορευτές διάσημοι χάρη στο συρτάκι του «Ζορμπά»!
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ ΝΑ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΨΕΙ
Η κ. Μιχελάκου δηλώνει ευγνώμων και για τη χρονική συγκυρία της αναγνώρισης με την είσοδό της στο Hall of Fame.
“Ηταν μια απίστευτα δύσκολη χρονιά για όλους[…] οπότε με βοήθησε να την ξεπεράσω.
“Προσωπικά για μένα, επειδή δεν έχω εργαστεί από τον Μάρτιο”, λέει αν και παραδέχεται ότι το αναγκαστικό “διάλειμμα” που έφερε η πανδημία είχε και τη χρησιμότητά του, μετά από οχτώ απανωτούς εράνους για τις πυρκαγιές που διοργάνωσε τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο.
Ενα από τα μεγαλύτερα ατού της μουσικής βιομηχανίας της Μελβούρνης, οι ζωντανές σκηνές της, είναι στον “πάγο” από την COVID-19, και το πλήγμα αισθητό για όλους τους εμπλεκόμενους.
“Πολλοί φίλοι μου και συνάδελφοι υποφέρουν πραγματικά αυτή τη στιγμή και οι επιχειρήσεις έχουν αποδεκατιστεί”, λέει αλλά εμφανίζεται αισιόδοξη για την επάνοδο.
“Πιστεύω έχουμε μια πολύ δυνατή κοινότητα, ατόμων που νοιάζονται και φροντίζουν ο ένας για τον άλλον[…] Μιλάω με πολλούς που δεν δουλεύουν αναγκαστικά στη βιομηχανία, αλλά αγοράζουν εισιτήρια και δίσκους και στηρίζουν τους καλλιτέχνες.
“Η Μελβούρνη προσφέρει κάτι πολύ ξεχωριστό και χαίρομαι που ανοίγουμε ξανά σιγά-σιγά. Πιστεύω στην ανάκαμψη, γιατί έχουμε γερή βάση, είναι το κοινό που έρχεται και στηρίζει τη λάιβ μουσική, αυτό θα μας βοηθήσει να συνεχίσουμε, και αν μη τι άλλο πιστεύω πολύς κόσμος συνειδητοποίησε πόσο πολύ το πεθύμησαν”.